- τρισεύγενος
- çok nazik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τρισεύγενος — η, ο, Ν τρισευγενής (α. «τρισεύγενα λουλούδια τής αγάπης», Σολωμ. β. «συμφωνία τρισεύγενη / κι ολόγλυκη σονάτα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισευγενής, κατά τα επίθ. σε ος (πρβλ. απρεπής: άπρεπος)] … Dictionary of Greek
τρισεύγενος — η, ο πολύ ευγενικός, ευγενέστατος: Έχει καλή ανατροφή, είναι τρισεύγενη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισευγενικός — ή, ό, Ν [τρισεύγενος] ο πάρα πολύ ευγενικός, ευγενέστατος … Dictionary of Greek
τρισευγενικός, -ή — και ιά, ό τρισεύγενος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)